dailyvideo

«Ελληνική όλη η Τοσκερία»

- Συμφωνία με την Αθήνα του ιδρυτή του νεοσύστατου αλβανικού κράτους, Ισμαήλ Κεμάλι, που περιόδευε στην Ευρώπη με μόνο μέλημά του τα «σύνορα του Βορρά»-

«30 Μαρτίου 1914. Ο Ισμαήλ Κεμάλι αποβιβάζεται στο Μπρίντιζι και ξεκινάει το ταξίδι του για Ρώμη, Βιέννη, Παρίσι και Λονδίνο. Ερωτηθείς απ’ τους ανταποκριτές των εφημερίδων για τον σκοπό του ταξιδιού του, δήλωσε πως βγήκε να προσπαθήσει για τα σύνορα του Βορρά και όχι του Νότου, δεδομένου ότι τα σύνορα του Βορρά είχαν προηγουμένως οριοθετηθεί οριστικά απ’ τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου και εκείνα του Νότου ήταν υπό διαπραγμάτευση. Η εν λόγω δήλωση φιλοξενήθηκε απ’ όλες τις ευρωπαϊκές εφημερίδες και έτυχε μιας ιδιαίτερα ολόχαρης και ενθουσιώδους υποδοχής απ’ τον ελληνικό τύπο, ο οποίος επ’ ευκαιρία των συνόρων του Νότου δημοσίευσε τη συμφωνία της Ελληνικής Κυβέρνησης  με τον Ισμαήλ Κεμάλι η οποία αναγνώριζε όλη την Τοσκερία ως ελληνικό έδαφος. Ο Ισμαήλ Κεμάλι τήρησε τον λόγο του, διότι σε όλες τις συζητήσεις που είχε με τους ξένους ανταποκριτές μιλούσε για το Κόσοβο και ποτέ για την Τοσκερία και την Τσαμουριά. Ερωτηθείς στη Ρώμη απ’ τον ανταποκριτή της παρισινής εφημερίδας Ματίν ποια η άποψή του για τα σύνορα του Νότου, που τότε ήταν υπό διαπραγμάτευση στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ο Ισμαήλ Κεμάλι δήλωσε πως μέλημά του δεν ήταν τα σύνορα του Νότου, αλλά τα σύνορα του Βορρά. Στη γαλλική: “Ce n’ estait pas la frontiere du Sud qui le il preoccupait, mais celle du Nord”».

Posted by Βορειοηπειρωτικός Παλμός on 2:53 π.μ.. Filed under , . You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0

13 σχόλια for «Ελληνική όλη η Τοσκερία»

  1. Ας δούμε ποια ήταν η πληθυσμιακή κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.

    Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

    Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)

    Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), Έλληνας προξενικός υπάλληλος με συγγραφική δραστηριότητα και ευεργέτης, αποκαλεί επίσης τους κατοίκους της Χιμάρας ως Λιάπηδες, ενώ αξίζει να πούμε ότι θεωρούσε τους κατοίκους της Ύδρας και των Σπετσών ως 'εξελληνισθέντες Αλβανούς' όπως χαρακτηρηστικά έλεγε. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Είναι σημαντική η καταγραφή του του Holland, καθώς αυτή έγινε πολύ πριν την επίσημη ίδρυση του αλβανικού κράτους, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλβανικής προπαγάνδας σχετικά με την καταγωγή των Χιμαριωτών.

    Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

    Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών..», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)

  2. Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)

    Ας δούμε τι λέει και ο Δασσαρήτης Ηλίας: «Καθ' άπασαν την εκ 40.000 κατοίκων και επέκεινα κατοικουμένην κοιλάδα της Κοριτσάς λαλείται η αρχαϊκωτάτη αλβανική γλώσσα (ιλλιριοπελασγικού στελέχους), της Ινδοευρωπαϊκής των γλωσσών ομοφυλίας, ως εις πλείστα μέρη της Ηπείρου, ένθα και κατά Στράβωνα 'το των Ηπειρωτών γένος δίγλωττον αεί'...» ("Περί της Κοριτσάς" του Ηλία Δασσαρήτου, στο "Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος", τόμ. 5ος, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή, 1900, σελ. 135)

    Το αυτό επιβεβαιώνει και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη στο 'Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου' (τόμος Δ', τεύχος Α', εν Αθήναις, 1878) που εκδόθηκε με την έγκριση του τότε Υπουργείου επί των Στρατιωτικών, όπου και αναγνωρίζει τον αλβανικό χαρακτήρα και πληθυσμό της πόλης και της ευρύτερης περιοχής: «Η κοιλάς της Κορυτσάς είναι ευφορωτάτη εις δημητριακούς καρπούς, έχει νομάς αξιολόγους και ποίμνια πολλά και πληθυσμό της επαρχίας 20.000 ψυχές Τουρκαλβανών, 30.000 χριστιανών Αλβανών, το όλον 50.000...» ενώ σε άλλη σελίδα λέει για την πόλη ότι «...έχει 2000 κτήρια ελληνοαλβανικά με 10.000 ψυχές και 500 τουρκαλβανικά με 3000 ψυχές» όπου με τον όρο 'ελληνοαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των χριστιανών ορθοδόξων Αλβανών και με το 'τουρκαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των μουσουλμάνων Αλβανών, όπως φαίνεται από τις αναφορές '20.000 ψυχές Τουρκαλβανών' και '30.000 χριστιανών Αλβανών'.

    Στη 'Γεωγραφία της Κορυτσάς' λέγεται: «Σύμπαντες οι άνθρωποι, μεγάλοι και μικροί, όσοι ζώσιν εις μίαν πόλιν, κωμόπολιν, κώμην λέγονται κάτοικοι, και αποτελούσι τον πληθυσμόν αυτών. Οι κάτοικοι της Κορυτσάς κατ' αμφότερα τα τμήματα είνε 10.000 και σχεδόν πάντες λαλούσι μίαν και την αυτήν γλώσσα. Η γλώσσα αύτη λέγεται Αλβανική, διότι ομιλούμεν αυτήν ημείς οι Αλβανοί...Οι κάτοικοι της Κορυτσάς δεν έχουσι πάντες και το αυτό θρήσκευμα, ως έχουσι την αυτήν γλώσσα, αλλ' άλλοι μεν είναι Μωαμεθανοί, άλλοι δε χριστιανοί ορθόδοξοι.» (Χ.Καρμίτση, 'Γεωγραφία της Κορυτσάς και της Περιοικίδος, προς Χρήσιν των Κατωτέρων Τάξεων του Αστικού Σχολείου των Αρρένων και του Παρθεναγωγείου', εν Θεσσαλονίκη 1888, σελ. 10-11)

  3. Ας δούμε τί λέει και η Εγκυκλοπέδια του Ισλάμ: «Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Felix Beaujour, και ο Βρετανός περιηγητής και συνταγματάρχης Leake, γράφοντας και οι δύο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, περιγράφουν την Κορυτσά ως ένα μέρος με 450 σπίτια και με πληθυσμό 3.000 ψυχών. Μετά από αυτόν τον καιρό η πρόοδος της πόλης προχώρησε γρήγορα. Ο J.G. von Hahn (Albanische Studien, Jena 1854, 55) μίλησε για: 'dem rasch aufbluhenden Gjortscha'. Άλλες πηγές αναφέρουν έναν πληθυσμό 10.000 κατοίκων το 1859. Τη όγδωη δεκαετία του περασμένου αιώνα, ο Σαμί μπέι περιγράφει την πόλη στο 'Kamus al-a'lam' ως ένα μέρος με 18.000 κατοίκους, 757 μαγαζιά, 23 χάνια, δύο τζαμιά, έναν μεντρεσέ, έναν τεκκέ, ένα ιμαρέτ, δύο χαμάμ, έναν πύργο ρολογιού και τέσσερις εκκλησίες. Στα τέλη του αιώνα η πόλη κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκε από το Αχμέτ Εγιούπ Πασά με βάση ένα νέο και μοντέρνο σχέδιο με μεγάλους και φαρδείς δρόμους...Ανάμεσα στο 1887 και το 1902 η Κορυτσά διατηρούσε ένα ιδιαίτερο αλβανικό σχολείο, το πρώτο σχολείο όπου τα μαθήματα δίνονταν στην αλβανική γλώσσα... Γύρω στο 1900, ο Heinrich Gelzer μέτρησε 2.027 σπίτια στην Κορυτσά, από τα οποία τα 1.420 κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, τα 102 από Βλάχους και τα 505 από μουσουλμάνους Αλβανούς (Vom Heiligen Berge und aus Makedonien, Leipzig 1904, 200). Άλλες πηγές επίσης αναφέρουν πληθυσμό κατά τα 2/3 χριστιανικό και κατά το 1/3 μουσουλμανικό....Σύμφωνα με μία γαλλική απογραφή του 1916 αριθμούσε 22-23.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 17.779 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και οι 5.464 ήταν μουσουλμάνοι, όλοι αλβανόφωνοι (Justin Godart, L' Albanie en 1921, Paris 1922, 94)....» (The Encyclopaedia of Islam edited by Sir H. A. R. Gibb, Brill Archive, 1954, p. 266)

    Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)

    Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)

  4. Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά. (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)

  5. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία (περιοχή στα βόρεια του Αργυροκάστρου γνωστή και ως 'Λιντζουριά'), οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα. Τα ελληνικά δεν ομιλούνταν όπως σε πιο νότιες περιοχές, ενώ υπήρχαν και διαφορές στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών.

    «Τα δε χοριά της Λιντζουριάς είναι Αλβανοί χριστιανοί, ομοίως και Ζαγοριάς όλοι χριστιανοί Αλβανοί, αρχίζοντας από Σέπερην, το μεγαλύτερων χορίων της. Η δε Ρίζα περιέχει τα χωριά Πέστανη, Κόδρα, Λέκλη, Λάμποβον, Χόρμοβο, Ερήντι και εξής, Αλβανοί χριστιανοί, ανδρείοι εις τους πολέμους.» (Αθανασίου Ψαλίδα (και Κοσμά Θεσπρωτού), «Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού, με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου», προλεγόμενα και σημειώσεις Αθαν. Χ. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, σελ. 65;)

    Ο Hobhouse που το 1813 επισκέφτηκε το χωριό Κεστοράτ (Qestorat) της Λουντζερίας, γράφει: «Σε αυτό το μέρος όλα ήταν διαφορετικά σε σχέση με όπως ήταν στα ελληνικά χωριά. Γίναμε αποδέκτες μιας ιδιαίτερης προσοχής και καλοσύνης από το άτομο που μας φιλοξενούσε, αλλά δεν είδα καθόλου στο πρόσωπο του (αν και ήταν χριστιανός) από το τρεμάμενο, μελαγχολικό, ντροπαλό βλέμα των Ελλήνων χωριατών. Το χωριατόσπιτο του ήταν άψογα σοβαντισμένο, και ασβεστομένο, και είχε έναν στάβλο και μικρή αποθήκη στο κάτω πάτωμα, και δύο υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο, σε ελαφρώς διαφορετικό στυλ από ό,τι είχαμε δει στην κάτω Αλβανία. Θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί άνετο και εδώ περάσαμε την καλύτερη νύχτα μας από τότε που ήρθαμε από τα Γιάννενα.» (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

    Οι Αθανάσιος Ψαλίδας και Κοσμάς Θεσπρωτός λοιπόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρούσαν τη Λουντζερία (Lunxhëri) και τη Ρίζα (Rrëzë) ως αλβανικές περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς χριστιανούς ορθόδοξους. Όπως καταγράφει και ο Gilles De Rapper στο 'Better than Muslims, not as good as Greeks.' ('The New Albanian Migration', Sussex Academic Press, pp.173-194, 2005) στις δύο αυτές περιοχές κατοικούν:
    α) Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι - εκτός από το χωριό Erind όπου κατοικούν μουσουλμάνοι - που οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους Λιντζουριότες (Lunxhot) ή αυτόχθονες (autoktonë) ενώ οι άλλοι τους αποκαλούν χωριάτες (fshatarë),
    β) λίγοι Αλβανοί μουσουλμάνοι που έχουν έρθει από τη Λιαπουριά (Labëri) και που συνήθως οι ντόπιοι τους αποκαλούν μουσουλμάνους, αλλά και
    γ) μερικές οικογένειες Βλάχων που εγκατέστησε στην περιοχή το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν 'të ardhur' (αυτοί που ήρθαν) ενώ οι ίδιοι αποκαλούν συνήθως τους εαυτούς τους 'çoban' (τσομπάν).

  6. Ας δούμε τί καταγράφει στα κείμενα του ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος για τη σύσταση του πληθυσμού σε περιοχές του Αργυροκάστρου. Δεν αναφέρει φυλή ή εθνικότητα των κατοίκων, δίνει όμως κάποιες σημαντικές πληροφορίες. Για την περιοχή της Ζαγοριάς (Zagoria) λέγεται: "Εις το τμήμα τούτο επτά μεν χωρία έχουσιν ανά εν ατελές σχολείον, τρία δε έτερα στερούνται πάσης διδασκαλίας λαλουμένη δε γλώσσά εστιν η αλβανική."

    Σε όλα τα χωριά της περιοχής ομιλείται η αλβανική γλώσσα λοιπόν.

    Για τη Λουντζερία (Lunxhëri), 'Τμήμα Λιντζουριάς' όπως το καταφράφει, λένε: "Τα οκτώ χωρία, εξ ών συγκροτείται το τμήμα τούτο, έχουσι πολλούς τους πλουσίους διακρινομένους ιδίως διά την επίδειξιν της πολυτελείας και την οικοδομην μεγαλοπρεπών οικιών, λίαν δε αδιαφόρως έχοντας προς την εκπαίδευσιν των ιδίων τέκνων τούτου ένεκα τα σχολεία αυτών εισι λίαν ατελή και πενιχρά, το δε χωρίον Τρανουσίτσα στερείται παντελώς σχολείου. Αλλ' η εν Κεστοράτη ανεγερθείσα Ζωγράφειος σχολή, ίδρυμα του παρ' ημίν κλεινου γόνου της χώρας ταύτης, κατέστη το σέμνωμα και ο σωστικός φάρος ου μόνον του τμήματος τού του, αλλά και απάσης της επαρχίας το δ' αποπερατούμενον μέγα και ευρύχωρον συσσίτιον θέλει εξασφαλίσει τα άπορα της επαρχίας ταύτης τέκνα. Και εις το τμήμα τούτο εν γένει λαλείται η αλβανική."

    Και στο μεγαλύτερο μέρος λοιπόν της Λουντζερίας/Λιντζουριάς ομιλείται η αλβανική γλώσσα.

    Για τη Ρίζα (Rrëzë), περιοχή γειτονική της Λουντζερίας, καταγράφουν:
    "Τμήμα Ρίζης. Εις το αλβανόγλωσσον τούτο τμήμα μόνον δύο χωρία, ήτοι το κάτω Λάμποβον και η Ερίνδη, έχουσι σχολείον, τα δε λοιπά εννέα στερούνται τοιούτου. Εις το κάτω Λάμποβον υπάρχει η Ζαππαία σχολή, ίδρυθείσα προ δύο ετών κατά την διαθήκην του αειμνήστου Ευαγγέλη Ζάππα. Η δε Ερίνδη από ενός σχεδόν αιώνος διατηρεί την σχολήν αυτής λίαν φιλοτίμως ο αείμνηστος εκείνος ανήρ και εθνικός απόστολος Κοσμάς, ο όντως και δικαίως παρά των ευγνωμόνων Ηπειρωτών και νύν έτι αποκαλούμενος άγιος, και ούτινος η μνήμη ζωηρά παραδίδοται από γενεάς εις γενεάν των χωρών εκείνων διά τάς εξόχους του ανδρός αρετάς, ίδρυσε περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος την σχολήν ταύτην καταλιπών αυτή και κληροδότημα εκ χιλίων γροσίων. Τρία χωρία εκ των μη εχόντων σχολείον, Γκιάτη, Κακόση και Κάριανη, καθ' o πλησίον αλλήλοις κείμενα, δύνανται δια συνδρομής του Συλλόγου να καταρτίσωσι μίαν σχολήν, τα δε λοιπά εισι πενέστατα και αθλιώτατα, οι δε κάτοικοι πένητες και ρακενδύται και αυτών των ιερέων στερούμενοι, διά τούτο δε και μείζονος προσοχής και μερίμνης άξιοι. Εν τρισί των χωρίων του τμήματος τούτου κατοικούσι και Οθωμανοί." (Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, "Επετηρίς", Έτος Α', εν Κωνσταντινουπόλει, 1872-1873, σελ. 68-69)

    Η φτωχή αυτή περιοχή λοιπόν καταγράφεται ως αλβανόγλωσση, ενώ σε τρία χωριά της περιοχής κατοικούν μουσουλμάνοι ('Οθωμανοί' όπως καταγράφονται στο κείμενο). Μάλιστα το σχολείο στο χωριό Erind ιδρύθηκε, όπως λέγεται, από τον καλόγερο Κοσμά τον Αιτωλο, ο οποίος να σημειωθεί ότι, όπως άλλωστε είναι γνωστό, προέτρεπε τους γονείς να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά, αλλά και να μη μιλούν οι άνθρωποι τα αρβανίτικα ή τα βλάχικα και να μην τα διδάσκουν στα παιδιά τους.

  7. Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.

    Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,

    ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)

  8. O Ελευθέριος Βενιζέλος στις 30/12/1918 διατύπωσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αυτές αφορούσαν στα εδάφη νοτίως μιας νοητής γραμμής που ξεκινούσε από την Αδριατική, 25 περίπου χλμ. βορείως της Χιμάρας, περνούσε βορείως της Πρεμετής, αφήνοντας τα τμήματα των καζάδων Τεπελενίου και Πρεμετής βορείως του ποταμού Αωού (Vjosë) στην Αλβανία, και συνέχιζε προς βορρά στη Μοσχόπολη (Voskopojë) και τη Μεγάλη Πρέσπα, περιλαμβάνοντας και την Κορυτσά - μια περιοχή κατοικούμενη τότε από 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στην περιοχή το 1908. Από τους Χριστιανούς όμως, μόνο 30.000 με 47.000 είχαν τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. (Wolfgang Stoppel, 'Minderheitenschutz im östlichen Europa', Universität Köln, 2001, σελ. 8)

    «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 και οι Αλβανοί 80.000. Αλλά ποιοί είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] - αν όχι περισσότεροι - είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

    Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι επηρεάστηκαν - γλωσσικά και πολιτισμικά - από την ελληνορθόδοξη εκκλησία και την ελληνική κουλτούρα.

    Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

  9. Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):
    «Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…Αυτοί λοιπόν είναι οι Αλβανοί, οι Μανιάτες, οι Μακεδόνες, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι Έλληνες…Αν δούμε συνολικά τους Έλληνες, δεν μπορούν παρ’ όλα αυτά, να αναφερθούν ξεκάθαρα ως μεμονομένος λαός, αλλά περισσότερο ως μία θρησκευτική ομάδα που αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη της εκκλησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

    «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

    Ας δούμε την καταγραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε από το II Γραφείο του Ελληνικού Επιτελείου το 1913 και δημοσιεύτηκε το 1919. Ενώ ο πληθυσμός της νότιας Αλβανίας (Βόρειας Ηπείρου) κατηγοριοποιείται σε Ελληνες και Αλβανούς, διαπιστώνεται ότι ως ελληνικά έχουν χαρακτηριστεί όλα τα χριστιανικά χωριά ανεξαρτήτως του εάν οι κάτοικοι τους είναι Έλληνες ή Αλβανοί, ανεξαρτήτως αν η μητρική τους γλώσσα είναι ελληνικά ή αλβανικά.

    Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό. Τους πλησιάζει ένας άντρας που μιλάει ελληνικά και ακούν τον ήχο από το χτύπημα μιας καμπάνας. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να βασιστούν σε ένα τόσο 'αδιάψευστο' στοιχείο;...όχι μόνο δεν υπάρχουν Έλληνες στο χωριό αλλά δεν υπάρχει ούτε καν εκκλησία εκεί. Οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο και χτυπάνε την καμπάνα δυνατά για να ξεγελάσουν τους αντιπροσώπους της Ευρώπης.» (Richard Crampton, "The Hollow Detente, Anglo-German Relations in the Balkans 1911-14", London, 1979, p. 128)

  10. «…Οι χριστιανοί ορθόδοξοι στον αλβανικό νότο, οι οποίοι, μέσω της ελληνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν αποκτήσει μία ελληνική συνείδηση και πολλοί από αυτούς έγιναν πρωτοπόροι στην ενδυνάμωση της ελληνικής κουλτούρας και επίσης ωφέλησαν το ελληνικό κράτος με διάφορους τρόπους. Η επιρροή του ελληνισμού στον Αλβανό Ορθόδοξο ήταν τέτοια που, όταν αναπτύχθηκε η αλβανική εθνική ιδέα, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ήταν πάρα πολύ μπερδεμένοι όσον αφορά την εθνική τους ταυτότητα. Συνεπώς παρατηρούμε το φαινόμαινο ότι πρωταγωνιστές των δύο εθνικών κινημάτων να έρχονται από το ίδιο χωριό. Για παράδειγμα, το χωριό Qestorat στο Αργυρόκαστρο ήταν ο τόπος γέννησης του γνωστού ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου (Kristaq Zografi) (1820-1896) και του γιου του Γεωργίου, Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας, ηγετικής προσωπικότητας του ελληνικού εθνικού κινήματος και πρώτου γενικού κυβερνήτη της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση της το 1913. Το ίδιο χωριό ήταν επίσης τόπος της ηγετικής προσωπικότητας του αλβανικού εθνικού κινήματος Παντελί Σοτίρι (Pandeli Sotiri), που ήταν μαθητής του δασκάλου ελληνικών Κότο Χότζι (Koto Hoxhi). Ο Hoxhi συνήθιζε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα μυστικά στους μαθητές του, αυτός είναι ο λόγος που συγκρούστηκε με το ελληνικό προξενείο στα Γιάννενα, όπου στην πραγματικότητα είχε κάνει ένα ατυχές αίτημα για την ίδρυση ενός αλβανικού σχολείου. Στην πραγματικότητα αφορίστηκε από τον Επίσκοπο του Αργυροκάστρου. Ακόμα, εκτός από τον Sotiri, το σχολείο του Qestorat παρήγαγε ακόμα έναν σημαντικό αντιπρόσωπο του αλβανικού εθνικού κινήματος, τον Πέτρο Νίνι Λουαράσι (Petro Nini Luarasi)…Πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, τηρουμένων των αναλογιών, πώς αυτοί οι νεαροί Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι τον 19ο αιώνα στα χωριά τους, σπουδάζοντας στα ελληνικά σχολεία αρχικά στα ίδια τους τα χωριά και αργότερα στη Ζοσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, και να επηρεάζονται έτσι απ’ την ελληνική κουλτούρα, ένα γεγονός που, σε συνδιασμό με τη χριστιανική ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση με την οποία μεγάλωσαν στο σπίτι, τους οδήγησε στον εξελληνισμό…» (Vassilis Nitsiakos, On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries on the Albanian-Greek frontier, LIT Verlag Münster, Berlin 2010, p. 153-154)

  11. «Είναι επίσης πολύ καλά γνωστό, σ’ αυτό το μέρος των Βαλκανίων, και πίσω στους οθωμανικούς χρόνους, τα εθνόνυμα ‘Έλληνας’ και ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’ ήταν κατά πολύ συνώνυμα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός και να λες ότι δεν είσαι Έλληνας. Η Λουντζερία (Lunxhëri) αυτής της ασάφειας ή αντίθεσης. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία, οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα, παρόλο που τα πολιτικά σύνορα δεν υπήρχαν τότε. Δεν μιλούσαν ελληνικά, όπως μιλούσαν πιο νότια, υπήρχε μία αλλαγή στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών… Τα ελληνικά, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές ακολουθίες σε όλη τη Λουντζερία, και οι ηλικιωμένες γυναίκες από το χωριό Këllëz έλεγαν ότι ‘εμείς οι γυναίκες δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο παπάς’. Επίσης, λέγεται ότι οι νεαροί άντρες που άφηναν τη Λουντζερία στον δρόμο του κουρμπέτ (ξενιτιάς) για την Κωνσταντινούπολη, μιλούσαν μόνο αλβανικά και μάθαιναν τα ελληνικά και τα τούρκικα στην Κωνσταντινούπολη.» (Gilles De Rapper, Better than Muslims, not as good as Greeks: Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri, Sussex Academic Press, 2005, p.10-11)

    Αυτός ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός από την ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία.

  12. Ο προσδιορισμός της Κορυτσάς, ως σημαντικού κέντρου για την προώθηση των σχεδίων των Αλβανών πατριωτών, προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη της πόλης καθώς και των μελών της δημογεροντίας που προσανατολίζονταν προς τον Ελληνισμό, παρά τη βλάχικη καταγωγή των περισσοτέρων από αυτούς. Περαιτέρω προχώρησαν και στη σύνταξη μυστικού υπομνήματος προς τοελληνικό υπΕξ. όπου υποδείκνυαν μέσα και τρόπους αντίδρασης απέναντι στους Αλβανούς εθνικιστές. Συγκεκριμένα πρότειναν:

    α) την εγκατάσταση Έλληνα διπλωμάτη στην Κορυτσά, έστω και κατ’ αρχάςμη αναγνωρισμένου από τις οθωμανικές αρχές•
    β) την προσάρτηση εκκλησιαστικώς μερικών χωριών στη μητρόπολη Κορυτσάς•
    γ) τη συγκρότηση μυστικής ολιγομελούς αδελφότητας στην Κορυτσά με ελληνικούς προσανατολισμούς και με μερικά μέλη της που θα λειτουργούσαν ως όργανα της ελληνικής κυβέρνησης•
    δ) τη με οποιοδήποτε τρόπο και μέσα καταστροφή του αλβανικού κέντρου στο Βουκουρέστι.•
    ε) την ενημέρωση της οθωμανικής κυβέρνησης για τις ενέργειες των Αλβανών εθνικιστών, ώστε να καταδιωχθούν τα μέλητης «Drita» στην Κορυτσά και στην Κων/λη•
    στ) την οικονομική αλλά και ηθική ενίσχυση του μητροπολίτη Κοριτσάς και των χριστιανών προκρίτων που ήταν προσανατολισμένοι στο ελληνικό εθνικό ιδεώδες•
    ζ) την επέκταση των δραστηριοτήτων του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και την αποστολή στον αλβανικό χώρο δασκάλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ιδέα του κοινού παρελθόντος αλλά και συμφέροντος Ελλήνων και Αλβανών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος•
    η) προστασία του βαθύπλουτου Ιωάννη Μπάγκα, που κατοικούσε στην Αθήνα, ώστε να μην επηρεαστεί από τους Αλβανούς εθνικιστές και με τρόπο που η περιουσία του μετά το θάνατο του να περιέλθει στα χέρια των χριστιανών προκρίτων Κορυτσάς με ελληνική συνείδηση. Σε όλα τα παραπάνω σημείωναν τον επείγοντα χαρακτήρα που έπρεπε να πάρουν οι σχετικές ενέργειες. (A.Y.E., 1886, [Β, 33]: Υπόμνημα περί του Αλβανικού ζητήματος. Εν Κορυτσά 1 (13)Σεπτεμβρίου το 1886. Η πατρότητα του υπομνήματος αποδεικνύεται από ιδιόχειρο σημείωμα του μητροπολίτη Κορυτσάς)

    Έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:

    «Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)

  13. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πλήρωνε μέσω μυστικών κονδυλίων διάφορους περιηγητές, δημοσιογράφους και ιστορικούς, ώστε αυτοί να γράφουν άρθρα αλλά ακόμα και ολόκληρα βιβλία, που να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα των Ελλήνων της Αλβανίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος - και φιλέλληνας με το αζημίωτο - Rene Puaux, ο οποίος έγραψε το βιβλίο ‘La Malheureuse Epire’ (σημαίνει ‘Η δυστυχισμένη Ήπειρος’) που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1914. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροχαλία με τίτλο ‘Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος (Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία)’. Ο τίτλος στην ελληνική μετάφραση είναι λοιπόν διαφορετικός, ώστε να ακούγεται περισσότερο ευχάριστα στα εθνικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Ορισμένοι άλλοι ήταν οι Michel Paillares, Gaston Deschamps και άλλοι. (Δημήτριος Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919-1967: Από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, Εστία, 1977)

    Μία σχετική είδηση για την προπαγάνδα που έγραφε (κατώπιν πληρωμής) ο Ρενέ Πυώ, δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 3/6/2007. Παραθέτω τη δημοσίευση έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:

    «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
    Μυστικά κονδύλια φανερά άρθρα……..

    Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux …) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. …».
    (Κυρ.Ελευθεροτυπία - 03/06/2007)

    Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή, το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Και το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Στρατιωτικών Ελλάδας, είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία των Ελλήνων ‘αλβανοφάγων’ εθνικιστών και των με το μυαλό τους ‘απελευθερωτών’ της Βορείου Ηπείρου.

    Άρα λοιπόν η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί μετά το 1914 με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση!!!

Leave comment

Recent Entries

Recent Comments

Photo Gallery