dailyvideo

Λεξικό Βορειοηπειρωτικής Διαλέκτου

1 αγάς = γαιοκτήμονας

2 αγγάρι = χώρος αποθήκευσης

3 αγγειό = κουζινικό σκεύος

4 αγγίδα = παρανυχίδα

5 αγρίλι = άγρια ελιά

6 αγιόκλιμα = διακοσμητικό φυτό

7 αγκούσα = φούσκωμα του στομαχιού

8 αγναντεύω = κοιτάζω μακριά

9 αγριάδα = είδος φυτού


10 αγγούρι = πεπόνι

11 Αη Δημήτρης = Οκτώβριος

12 αλάργα = μακριά

13 αλατουριασμένος = μπερδεμένος, χαμένος

14 Αλέξω = υποκ. της Αλεξίας ή της Αλεξάνδρας

15 αλησίβα = μίγμα από στάχτη και νερό για πλύσιμο ρούχων.

16 αλλιώτικα = διαφορετικά

17 αλουπού = αλεπού

18 Αλωνάρης = Ιούλιος

19 αμπάρι = ντουλάπι τοίχου που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση σιτιρών

20 αμπουλάντσα = ασθενοφόρο, ιατρείο

21 ανάριεψε = αραίωσε

22 ανάριο = αραιό

23 ανατσιριεύομαι = σιχαίνομαι

24 ανεργιάζεσαι = ονειρεύεσαι

25 Άνθη = υποκ. της Μαριάνθης

26 ανταμώνω = συνανταώ

27 άντζα = γάμπα

28 αντίκρυ = απέναντι

29 αντιρούτζιο = αντισκουριακό

30 αντραϊδα = άγριο φυτό

31 αντράλια = ζάλη

32 Αντριάς = Δεκέμβριος

33 αντρόενο = ζευγάρι

34 Αξιάρχης = Νοέμβριος

35 απαλό = το πίσω μέρος του κεφαλιού

36 απητόρες = προηγουμένως

37 απίδια = αχλάδια

38 αποσταίνω = κουράζομαι

39 αραντζάτα = αναψυκτικό

40 αργανιάζω = δέρνω

41 αρεντεύω = τρέχω

42 άρκα = τελάρο

43 άρμη = αλατισμένο νερό για την συντήρηση του τυριού

44 αρμούνια = συμβουλή

45 αρσίκης = λεβέντης

46 αρτζής = γύφτος

47 αστάκι = καλαμπόκι

48 αστάρι = φόδρα

49 αστόχησα = ξέχασα

50 αστραπούτσκαρος = δηλώνει μεγάλη έκπληξη, συνήθως αρνητική.

51 ατζιαμής = άπειρος, πρωτάρης

52 ατλάζι = μετάξι

53 ατομπούζι = λεωφορείο

54 αφόντες = από τότε

55 αφουγκράζομαι = ακούω, παρακολουθώ μια συζήτηση

56 Άφρω = υποκ. της Αφροδίτης

57 αφτού = εκεί «… βάλε το αφτού…»

58 αχαμνά = τα γεννητικά όργανα του άνδρα

59 αχούρι = καλύβα

60 Βάγγος = υποκ. του Βαγγέλη

61 βακούφι = εκκλησάκι

62 βάκρο = πρόβατο με πρόσωπο μαύρο

63 βαλέρα = μεγάλο βαρέλι

64 Βάνθω = υποκ. της Ευανθίας

65 βαρόλο = φόρμα εργασίας με τιράντες

66 Βάσος = υποκ. του Βασίλη

67 βάτα = θάμνοι

68 βέ = βρε

69 βελέντζα = φλοκάτη

70 βελόνια του κούκου = φυτό με καρπούς σαν βελόνα

71 βερβερίτσα = σκίουρος

72 βερβετσέλης = πειραχτήρι

73 βετούλι = κατσίκα ενός έτους

74 βετούρα = αυτοκίνητο

75 βίντσι = γερανός

76 βλαστερό = ξύλινη σφραγίδα για το αντίδωρο

77 βόζα = μεγάλο βαρέλι για αποθήκευση νερού

78 βολά = φορά

79 βολιέμαι = προσδιορίζομαι

80 βούζια = είδος φυτού με σκούρο μωβ ανθό.

81 βουλτιά = κόπρανα ζώου

82 βουρκόλακας = βρυκόλακας

83 βουρλός = τρελός

84 βρακανίδες = άγρια χόρτα φαγώσιμα

85 βρυσσάει = πηγάζει

86 βυζορούτι = σουτιέν (σπάνια χρησιμοποιείται)

87 γαίμα = αίμα

88 Γάκης = υποκ. του Γιώργου

89 γαλάρα = ζώο την περίοδο μετά τη γέννα

90 γάστρα = 1)μαγειρικό σκεύος, 2) γλυκό από ζύμη

91 Γγέλης = υποκ.του Βαγγέλη

92 γέγα = γίδα

93 γιάννικας = πασχαλίτσα

94 Γιαννούλα = υποκ. της Ιωάννας

95 γιαργούτι = γιαούρτι

96 γιαργουτόσπορος = γιαούρτι που χρησιμοποιείται για να πήξει το γάλα

97 γιατάκι = πάπλωμα

98 γινάτεψα = νευρίασα

99 γιόντζι = τριφύλλι

100 γιοργάνι = πάπλωμα

101 γιούκι = η προίκα της νύφης

102 Γιώτης = υποκ. του Παναγιώτη

103 γκάβαλα = κόπρανα ζώου (αλόγου, γαϊδάρου)

104 γκαβλιόρικο = τυφλός (μειονεκτικά)

105 γκαβόσκυλο = τυφλός (μειονεκτικά)

106 γκάγγος = ωραίος

107 γκάγκα = ηλίθια

108 γκαζέρα = μαγειρικο σκεύος που λειτουργει με πετρελαιο

109 γκαζέρμα = αποθήκη, κυρίως στρατιωτικού υλικού

110 γκαζερό = δοχείο μεταφοράς πετρελαίου για τη γκαζέρα

111 γκάζι = πετρέλαιο

112 γκαζιά = δέντρο του οποίου οι καρποί τρώγονται

113 γκάζια = ο καρπός της γκαζιάς

114 γκαζντάρι = μικρό σπιτάκι (περιφρονητικά) ή αποθήκη

115 γκαίμια = τα σκοινιά με τα οποία οδηγούμε το άλογο

116 γκαλίτσι = αρπακτικό (π.χ. τσακάλι)

117 γκαμπέλης = γύφτος

118 γκαντιφές = κοτλέ

119 γκάρα = αγώνας δρόμου

120 γκαρνέτο = κλαρίνο

121 γκάχας = βλάκας

122 γκέτες = καλσόν

123 γκίζα = τυροκομικό προϊόν

124 γκιζεράω = τριγυρνάω

125 γκιόκσι = στήθος

126 γκιούμι = δοχείο μεταφοράς νερού

127 γκλαβανή = καταπακτή

128 γκλαμπόφτης = αφτιάς

129 γκλάφας = βλάκας, ηλίθιος

130 γκλιγκάτσα = φυτό με έντονη δυσοσμία

131 γκογκοζιάρες = κόκκινες πιπεριές τουρσί

132 γκολφ = ζιβάγγο

133 γκομπίλας = άκομψος

134 γκομπλίτσα = δοχείο στο οποίο πίνουν νερό τα γουρούνια,

αποκαλούμε έτσι και τους κεφάλες

135 γκόπι = αποκαλείτο έτσι το αιδοίο

136 γκορόμηλα = άγρια μήλα

137 γκόρτσα = άγρια αχλάδια

138 γκορτσοκέφαλος = αυτός που έχει λεπτό λαιμό

139 γκορτσολέμης = αυτός που έχει λεπτό λαιμό

140 γκουγκούσης = μοναχικός

141 γκουγκουφτού = είδος πουλιού (πήρε τ’ όνομά του από τον ήχο του)

142 γκουζινιέτα = ρουλεμαν

143 γκουμένης = όνομα για σκύλους

144 γκούντουλα τα μπίντιλα = κατρακυλιζόμενο

145 γκουντουλιάρα = επιφάνεια σχετικά λείων βράχων με θετική κλίση προς

το έδαφος

146 γκούσια = το σημείο κάτω απ 'το σιαγόνι

147 γκουστουρίτσα = σαύρα

148 γκουτζέλι = σπιτόσκυλο

149 γκριλώνω = γουρλώνω

150 γκριμάδι = συντρίμμι

151 γκριμπάτσι = υπερβολικό «ξύλο»

152 γκριμπόνα = μεγάλη τρύπα

153 γκριμπούνι = χοντροκέφαλος, ισχυρογνώμων.

154 γλέντι = πανυγήρι, συνεστίαση

155 γλίστρα = σκουλήκι της γης

156 γλογγιά = αγκαθοτώς θάμνος

157 γλούπος = στόμιο

158 γνέθω = στρίβω με τα δάχτυλα το μαλλί μετατρέποντας το σε νήμα

159 Γόλης = υποκ. του Γρηγόρη

160 γομαράγκαθο = φυτό με αγκάθια που τρώγεται απ' τα γαϊδούρια

161 Γόνη = υποκ. της Αντιγόνης

162 γούβα = τρύπα στη γη

163 γούρα = λακούβα

164 γουργιατό = ουρλιαχτό

165 γουργούλι = πειραχτήρι

166 γράδα = μοίρες

167 γρέντα = στύλος (συνήθως ξύλινος)

168 γρίβας = σταχτί άλογο

169 γρουμπάλι = σβώλος

170 γυρέυω = 1)ψάχνω 2) ζητάω

171 δαμάλι = μοσχάρι ενός έτους

172 δαρμός = ξύλο, το (από το ρήμα δέρνω)

173 δάρτι = 1.δέρμα ζώου αποξηραμένο, 2.δέρνω πολύ "τον έκανα δάρτι"

174 δειλινό = απόγευμα

175 διαβαίνω = περνώ

176 διακονάρης = ζητιάνος

177 δίκαιρα = σύκα που γίνονται δύο φορες το χρόνο

178 διπλάρι = τμήμα της Δροπολήτικης στολής

179 δόκανος = φάκα

180 δοκίθηκα = προσδιορίστικα

181 δοκούμαι = προσδιορίζομαι

182 δουράω = αντέχω

183 δραμιάρικο = πολύ αδύνατος ( «… είσαι ένα δράμι-υποδιαίρεση της οκάς»

184 δράχτι = μέρος της ρόκας (βλέπε ρόκα)

185 εβγα = βγες

186 έκα = κάτσε ( «…έκα λίγο να το ‘δώ…»)

187 έμπιος = πύον

188 εφταμηνήτικο = 1) αυτός που γεννήθηκε κατόπιν 7 μηνών κύησης

2)μικροκαμμομένος, αδύναμος

189 εψές = χθες το βράδυ

190 έω = ναί

191 ζαβό = 1.τυφλός, 2.αυτός που δεν προσέχει (μεταφ.)

192 ζαγάρι = 1)κυνηγόσκυλο, 2) αλήτης, όχι και τόσο αρνητική έννοια

193 ζαϊρές = σανό

194 ζαμπρανεύω = τριγυρίζω

195 ζαμπράνι = παλιόπαιδο, αλήτης

196 ζάντζα = νεύρο

197 ζατόρι = τρακτέρ

198 ζάφτω = ρίχνω, -ομαι

199 ζέκλο = αριστερό

200 ζεματούρα = φαγητό με φασολάδα και ψωμί μαζί βρασμένα

Posted by Βορειοηπειρωτικός Παλμός on 4:49 π.μ.. Filed under , . You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0

0 σχόλια for Λεξικό Βορειοηπειρωτικής Διαλέκτου

Leave comment

Recent Entries

Recent Comments

Photo Gallery